- ξώδερμα
- επίρρ. σχεδόν πάνω στην επιφάνεια τού δέρματος, επιφανειακά, ξώπετσα, επιπόλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώδερμα, με σίγηση τού αρκτ. ε-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξώδερμα — επίρρ. τοπ., στην επιφάνεια του δέρματος, ξώπετσα, όχι βαθιά, επιπόλαια: Τον πήρε το βόλι ξώδερμα. ξώδερμα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώπετσα, ξώφαλτσα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώδερμα — Μία από τις τρεις βλαστικές στιβάδες του εμβρύου. Πρόκειται για την εξωτερική στιβάδα κυττάρων, που στους ανώτερους οργανισμούς δίνει γένεση στο δέρμα, στα μαλλιά, στα νύχια, καθώς επίσης και στο νευρικό σύστημα. Βλ. λ. έμβρυο. * * * το 1. το… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ξέσκουρα — επίρρ. 1. επιπόλαια, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξώπετσα («η σφαίρα τόν πήρε ξέσκουρα») 2. με επιπολαιότητα, ελαφρά, χωρίς σοβαρότητα («μην τό παίρνεις ξέσκουρα, να τό φροντίσεις») … Dictionary of Greek
(ε)ξώπετσα — επίρρ. τοπ., εξώδερμα (βλ. λ.). ξώπετσα επίρρ. τοπ., ξυστά, ξώφαλτσα, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξώφαρσα — και ξώφαλτσα επίρρ. τοπ., ξώπετσα, ξυστά, ξώδερμα, ξέσκουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)